Παλαιότερα, ἔφερον ξύλινα διάφρακτα τὰ λεγόμενα καφασωτά. Τὸ πάνῳ μέρος τοῦ νάρθηκα καταλαμβάνει ξύλινο ὑπερῴο γία περισσότερη χωρητικότητα, ποῦ κατασκευάστηκε τὸ 1901 καὶ ἐπικοινωνεῖ ὀπτικά μέ τὸν κυρίως ναό μέ πέντε «παραθύρες» ποῦ ἀνοίγονται σέ ἀντιστοιχία μέ τὴν πύλῃ καί τίς «παραθύρες» τοῦ κάτω τμήματος.
Τὸ υπερώο στηρίζεται σέ δύο πεσσοὺς καὶ ἐπικοινωνεῖ ἀπὸ μεγάλῃ ξύλινη σκάλα στό δυτικό μέρος τοῦ νάρθηκα, κάτω ἀπό τὴν ὁποῖα ὑπάρχει τὸ «χωνευτῆρι», στό ὁποῖο ἀδειάζονται τὰ αγιασμένα νερά τῆς κολυμβήθρας.
Στό χώρο τοῦ νάρθηκα ἔχουμαι μιᾷ ἀξιοπρόσεκτη μοναδικῇ ἀρχιτεκτονικῇ δομῇ, ἀφοῦ τὸ κάτω τῶν κιόνων τοῦ ἐπάνω ὀρόφου καταλήγει σέ πεσσοὺς γία τῆ στηρίξῃ τοῦ πατώματος.
Ἐξίσου σημαντικῇ εἷναι καὶ ἡ κατασκευῇ τοῦ πατώματος τοῦ ὀρόφου, τὸ ὁποῖο δὲν καταλαμβάνει ὁλόκληρο τὸ χώρο τοῦ νάρθηκα, ἀλλά στό κεντρικό κλῖτος δημιουργεῖ αἴθριο καὶ χαρίζει στό χώρο αὑτό ἐλευθερία καὶ ἀνάταση.
Αὐτῇ ἡ τεχνικῇ ποῦ ἀπαντᾶται σέ μεγάλα ἀρχοντικά τῆς ἐποχῆς αὑτῆς στό χώρο τῆς Ἠπείρου εἷναι μοναδικῇ ἀντιγραφή στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Στόν νάρθηκα αὐτό ποῦ γία ἀρκετὰ χρόνια λειτούργησε τὸ σχολεῖο τοῦ χωριου, δίδαξε ὁ σοφὸς δάσκαλος Γεροστάθης καὶ μαθήτευσε ὁ ἀρχηγὸς καὶ ἱδρυτής τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Νικόλαος Σκουφάς.