
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στη Μολδοβλαχία
Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με μια μικρή συνοδεία πέντε ατόμων πέρασε τον ποταμό Προύθο, το σύνορο μεταξύ της Ρωσίας και των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Μολδαβία και Βλαχία) που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο έδαφος της Μολδαβίας τον υποδέχτηκε η φρουρά του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου και τον συνόδευσε έως το Ιάσιο. Εκεί εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου την προκήρυξη »Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», η οποία θεωρείται η επίσημη κήρυξη της Επανάστασης. Δύο ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε ιεροτελεστία κατά την οποία ευλογήθηκε η επαναστατική σημαία.
Η σημαία είχε στη μια της όψη το φοίνικα, κεντρικό σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας, και τη φράση «Eκ της στάκτης μου αναγεννώμαι», ενώ από την άλλη τους ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη, το σταυρό και τη φράση »Eν τούτω νίκα». Στη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του στο Ιάσιο έγιναν και οι πρώτες προπαρασκευές για τη συγκέντρωση χρημάτων και τη συγκρότηση στρατού από Βαλκάνιους εθελοντές που συνέρρεαν εκεί, ενώ εκδόθηκαν και άλλες επιστολές, ανάμεσά τους και εκείνη που απευθυνόταν στο Ρώσο Αυτοκράτορα. Από το Ιάσιο ο Υψηλάντης αναχώρησε την 1η Μαρτίου, διέσχισε τη Μολδαβία, πέρασε στη Βλαχία και προς τα τέλη του μήνα βρέθηκε έξω από το Βουκουρέστι, όπου βρίσκονταν ήδη τα ένοπλα σώματα του Γεωργάκη Ολύμπιου.
Οι μικρές Οθωμανικές φρουρές δεν ήταν δυνατό να εμποδίσουν την πορεία του. Παρόλα αυτά, τα προβλήματα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Oι πολεμικές προετοιμασίες ήταν ανεπαρκείς. O στρατός συγκροτούνταν καθοδόν ανάλογα με την προσέλευση των εθελοντών, ενώ πολλοί ήταν άοπλοι ή πλημμελώς οπλισμένοι. Oι ομογενείς των περιοχών αυτών φαίνονταν διστακτικοί στην πλειονότητά τους στο να βοηθήσουν ενεργά και ουσιαστικά, ενώ και οι ντόπιοι πληθυσμοί ήταν μάλλον εχθρικοί, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των αρπαγών και των λεηλασιών που υφίσταντο από τμήματα του στρατού του Υψηλάντη.
Επιπρόσθετα, είχε διαφανεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα επανάστασης των Σέρβων, η επικοινωνία με τον Αλή-Πασά δεν είχε καταστεί δυνατή και μόνο ο Βλαδιμιρέσκου, επικεφαλής αγροτικού κινήματος στη Βλαχία που επίσης κατευθυνόταν την ίδια εποχή προς το Βουκουρέστι, θα μπορούσε να καταστεί σύμμαχος. Στα τέλη Μαρτίου η προοπτική μιας θετικής κατάληξης αδυνατούσε ακόμη περισσότερο μετά τον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη και ιδίως μετά την καταδίκη της επανάστασης από τον Αυτοκράτορα της Ρωσίας, ο οποίος θα επέτρεπε την είσοδο Οθωμανικών στρατευμάτων στις ηγεμονίες. Πράγματι, πολυάριθμα Οθωμανικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν μέχρι τα τέλη Απριλίου και ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν το στρατό του Υψηλάντη.
Tην ίδια εποχή ο Βλαδιμιρέσκου διατηρούσε επικοινωνία και με τους Οθωμανούς και ενδιαφερόταν περισσότερο να διαπραγματευτεί παρά να συγκρουστεί μαζί τους. Στη Μολδαβία πάλι οι τοπικοί άρχοντες (Βογιάροι), όταν είδαν ότι πίσω από το κίνημα του Υψηλάντη δε βρισκόταν η Ρωσία, εκδηλώθηκαν πλέον ανοιχτά εναντίον του και ζήτησαν από τους Οθωμανούς τη συμβολή τους, εξέλιξη που ανάγκασε το Μιχαήλ Σούτσο και πολλούς άλλους ομογενείς να καταφύγουν στη γειτονική Βεσσαραβία.

Οι Μάχες του Γαλατσίου και του Δραγατσανίου
Έως τα τέλη Απριλίου, οπότε οι Οθωμανικές δυνάμεις εισήλθαν στις ηγεμονίες διαβαίνοντας τον Δούναβη, μικρές μόνο αψιμαχίες είχαν πραγματοποιηθεί ανάμεσα στους επαναστάτες και τις επιφορτισμένες με αστυνομικά καθήκοντα ολιγάριθμες οθωμανικές φρουρές. H πρώτη μεγάλης κλίμακας σύγκρουση πραγματοποιήθηκε στις 30 Απριλίου στην πόλη Γαλάτσι, την οποία υπερασπίζονταν στρατιωτικά σώματα με επικεφαλής τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη. Tο Γαλάτσι βρίσκεται πλησίον των συνόρων της Μολδαβίας και της Βλαχίας με τη Βεσσαραβία. Εκεί, ύστερα από σκληρές μάχες οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη, εκδιώκοντας στο Ρωσικό έδαφος τους λιγοστούς διασωθέντες επαναστάτες.
Συνέπεια της ισχυρής αντίστασης που πρόβαλαν οι άντρες του Καρπενησιώτη υπήρξαν οι σφαγές ντόπιων και επηλύδων και η λεηλασία της πόλης. Την ίδια στιγμή έριδες, αντιζηλίες, διαφωνίες και απειθαρχία δυσχέραναν όλο και περισσότερο την κατάσταση στο στρατόπεδο των επαναστατών, ενώ αρκετοί άρχισαν να λιποτακτούν. Στις συνθήκες αυτές ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής μιας σύγκρουσης, η έκβαση της οποίας ήλπιζε ότι θα μετέβαλλε ευνοϊκά την κατάσταση. Συγκέντρωσε λοιπόν στην περιοχή του Δραγατσανίου τα ένοπλα σώματα που είχαν απομείνει.
Ένα από αυτά ήταν ο Ιερός Λόχος, που συστήθηκε από ενθουσιώδεις αλλά χωρίς πολεμική εμπειρία νεαρούς εθελοντές από την Οδησσό και από άλλες Ελληνικές παροικίες. Ωστόσο, η απειθαρχία και η έλλειψη συντονισμού δεν επέτρεψαν την εφαρμογή του πολεμικού σχεδίου που είχε αποφασιστεί. Η μάχη ξεκίνησε μια μέρα νωρίτερα με πρωτοβουλία κάποιου αξιωματικού και ενώ το συνολικό στράτευμα δεν είχε ακόμη τοποθετηθεί στις προβλεπόμενες θέσεις. Παρά την αυταπάρνηση των ιερολοχιτών η κατάληξη της μάχης ήταν τραγική. Οι απώλειες ήταν τεράστιες, σχεδόν καθολικές, ενώ ο πανικός που προκλήθηκε από το απρόσμενο της σύγκρουσης οδήγησε σε άτακτη φυγή και σε οριστική διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη.
O ίδιος, που δεν πρόλαβε να βρεθεί στο μέτωπο, κατάφερε στα μέσα Ιουνίου να περάσει τα αυστριακά σύνορα, όπου παρά την αρχική συμφωνία με τις αρχές συνελήφθη και παρέμεινε φυλακισμένος έως το Νοέμβριο του 1827. Λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1828, πέθανε στη Βιέννη. Μετά την καταστροφή στο Δραγατσάνι μόνο δύο μικρά σώματα κατάφεραν να παραμείνουν συνταγμένα. Tο ένα, με επικεφαλής το Γεωργάκη Ολύμπιο και τον Ιωάννη Φαρμάκη, κινήθηκε βορειότερα, προς τη Μολδαβία, δίνοντας συνεχώς σκληρές αλλά απέλπιδες μάχες. Στόχος τους ήταν να περάσουν στη Ρωσική Βεσσαραβία και από εκεί να κινηθούν με πλοία προς την Πελοπόννησο.
Τελικά, ύστερα από πορεία δυόμιση μηνών μέσα από ορεινές περιοχές και μετά από αρκετές μάχες στις οποίες το σώμα των επαναστατών αποδεκατιζόταν σταδιακά από τους διώκτες του, εγκλωβίστηκαν στη Μονή Σέκου που βρίσκεται στη βόρεια Μολδαβία κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Εκεί, ύστερα από πολιορκία δύο και πλέον εβδομάδων, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν ο Γ. Ολύμπιος και ο Γ. Φαρμάκης παραδόθηκε με τους λιγοστούς συντρόφους του και βρήκε βασανιστικό θάνατο. Tο δεύτερο σώμα αριθμούσε 250 περίπου ενόπλους και είχε επικεφαλής τον αδελφό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ιωάννη. Αυτός ακολούθησε πορεία διαφορετική από τους Ολύμπιο και Φαρμάκη.
Κινήθηκε προς το νότο και διασχίζοντας τη Βαλκανική επιδίωξε να φτάσει ως την Πελοπόννησο. Tο παράτολμο εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία. O Ιωάννης Κολοκοτρώνης έφτασε τον Αύγουστο στην Πελοπόννησο με εκατό περίπου ενόπλους και έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, επικεφαλής της οποίας ήταν ο αδελφός του.
Η Έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο
Σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, η Πελοπόννησος θα ήταν το κέντρο της επανάστασης. Oι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή αυτή ήταν πολλοί. H ιδιόμορφη γεωγραφία της (χερσόνησος) καθιστούσε δύσκολη τη στρατιωτική ενίσχυσή της, καθώς βρισκόταν απομακρυσμένη από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα και τις περιοχές στρατολόγησης των ενόπλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. H ορεινή μορφολογία του εδάφους απέτρεπε τη γενικευμένη χρήση του ιππικού, ενώ τα στενά περάσματα δυσχαίρεναν τη μετακίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και διευκόλυναν την παρεμπόδισή τους από αριθμητικά υποδεέστερες ομάδες ενόπλων (κλεφτοπόλεμος).
Tα δημογραφικά και τα οικονομικοκοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής ευνοούσαν τη γρήγορη εξάπλωση της επανάστασης. H αναλογία Μουσουλμάνων – Χριστιανών που υπερέβαινε τη σχέση 1 προς 10 και η ενισχυμένη, συγκριτικά με άλλες περιοχές (π.χ. Ρούμελη) διοικητική και οικονομική παρουσία των προυχόντων που διέθεταν δικά τους σώματα ενόπλων (τους λεγόμενους κάπους) αποτελούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την κατά τόπους επικράτηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο.
Στους παράγοντες αυτούς θα προσθέσουμε το προνομιακό καθεστώς της Μάνης, περιοχής που δεν υπαγόταν στο Mορά Βαλεσή (διοικητή Πελοποννήσου) αλλά διοικούνταν από Χριστιανό μπέη που υπαγόταν απευθείας στον Καπουδάν-Πασά (τον επικεφαλής του Οθωμανικού στόλου). Για τους λόγους αυτούς ο Μοριάς υπήρξε από την αρχή περιοχή στην οποία στράφηκε το ενδιαφέρον των Φιλικών και στις παραμονές της επανάστασης είχε μυηθεί στην Εταιρεία η πλειονότητα των τοπικών ηγετικών παραγόντων. H δράση των Φιλικών στην Πελοπόννησο και οι πληροφορίες για επικείμενη εξέγερση είχαν ανησυχήσει την Yψηλή Πύλη.
Η οποία αντέδρασε τοποθετώντας το φθινόπωρο του 1820 ως Mορά Βαλεσή τον περίφημο Χουρσίτ-Πασά, πρώην μεγάλο βεζύρη και έμπειρο στην αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Tο γεγονός ανησύχησε τους μυημένους αλλά διστακτικούς ως προς την εκδήλωση της επανάστασης προύχοντες. Σύντομα όμως, στις αρχές Ιανουαρίου 1821, ο Χουρσίτ με τον κύριο όγκο των στρατιωτικών δυνάμεών του αναχώρησε για την Ήπειρο με σκοπό την καταστολή της ανταρσίας του Αλή-Πασά. Την ίδια εποχή κατέφτασε στην περιοχή ο Παπαφλέσσας με σκοπό την επίσπευση της επανάστασης. Έτσι, πραγματοποιήθηκε σειρά συσκέψεων στη Βοστίτσα (Αίγιο) στα τέλη Ιανουαρίου.
Όμως παρά τις προσπάθειες του Παπαφλέσσα και την απόφαση που πάρθηκε για έναρξη της επανάστασης στα τέλη Mαρτίου, οι προύχοντες παρέμεναν διστακτικοί. Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης επέστρεφε κρυφά στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην περιοχή της Μάνης, ενώ έντονη κινητικότητα παρατηρούνταν στις τάξεις των κλεφτών. Επιπρόσθετα, ξεκίνησαν στοιχειώδεις πολεμικές προετοιμασίες, όπως ήταν η δραστηριοποίηση των μπαρουτόμυλων στη Δημητσάνα. Oι κινήσεις αυτές και οι φήμες που διέτρεχαν όλη την Πελοπόννησο για επικείμενη εξέγερση των Χριστιανών θορύβησε τους Οθωμανούς που σταδιακά άρχισαν να συγκεντρώνονται στην οχυρωμένη Τριπολιτσά και στα κάστρα των άλλων σημαντικών πόλεων.
Η ένταση στις σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων διατηρήθηκε κλιμακούμενη έως τα μέσα Μαρτίου. Από την εποχή εκείνη σε πολλές επαρχίες άρχισαν να σημειώνονται σποραδικές επιθέσεις κλεφτών σε βάρος Μουσουλμάνων, ενώ η ένταση ανατροφοδοτούνταν από τις λεηλασίες των σπιτιών που εγκατέλειπαν οι Μουσουλμανικές οικογένειες. Η δυναμική της διαρκώς κλιμακούμενης έντασης, ο φόβος των αντιποίνων και η πίεση των κλεφτών και των Φιλικών οδήγησαν ακόμη και τους πλέον διστακτικούς από τις ηγετικές ομάδες των Πελοποννησίων να κηρύξουν την επανάσταση στις περιοχές τους και να τεθούν επικεφαλής.
Έτσι, στο τελευταίο δεκαήμερο του Mαρτίου οι περισσότερες επαρχίες κήρυξαν την επανάσταση, ακολουθώντας και παρασύρoντας η μία την άλλη. H κλιμακούμενη ένταση που παρατηρείται από τις αρχές Ιανουαρίου 1821 κορυφώθηκε στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου. Τις ημέρες εκείνες κηρύχτηκε η επανάσταση στη Γορτυνία, τα Καλάβρυτα, την Πάτρα, τη Μάνη, την Καλαμάτα, τη Γαστούνη, τη Βοστίτσα (Αίγιο) και από εκεί ο επαναστατικός αναβρασμός μεταλαμπαδεύτηκε σ’ όλες σχεδόν τις γωνιές της χερσονήσου του Μοριά. Tα περιστατικά εξελίχτηκαν λίγο πολύ με παρόμοιο τρόπο.
Οι προύχοντες και οι ιεράρχες των επαρχιών αυτών ξεπέρασαν τους όποιους δισταγμούς, συχνά πιεζόμενοι από τους τοπικούς τους ανταγωνιστές (π.χ. οι Μαυρομιχαλαίοι από τους Τζανετάκηδες), τέθηκαν επικεφαλής ενόπλων και κήρυξαν την επανάσταση στην περιοχή τους. Κατασκευάστηκαν σημαίες στις οποίες κυριαρχούσε το σύμβολο του σταυρού κι όχι ο φοίνικας, το σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας, έγιναν δοξολογίες όπου ευλογήθηκαν τα όπλα, εκδόθηκαν προκηρύξεις, ενώ έγιναν και οι πρώτες προσπάθειες για μια στοιχειώδη τοπική οργάνωση με στόχο τη διεύθυνση της επανάστασης (Αχαϊκό Διευθυντήριο, Μεσσηνιακή Γερουσία).
Από τα γεγονότα των πρώτων ημερών να ξεχωρίσουμε την κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες και την προκήρυξη που εξέδωσε εκεί στις 23 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Το αρχικό ξάφνιασμα των Οθωμανών οδήγησε σε κινήσεις πανικού που διευκόλυναν την εξάπλωση της επανάστασης. O μουσουλμανικός πληθυσμός θορυβημένος και ανήσυχος από την απουσία του μεγαλύτερου μέρους των Οθωμανικών δυνάμεων κατέφυγε στα πολλά φρούρια που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο από την εποχή της Ενετικής κατοχής (1685 – 1715). Ιδίως στην Τριπολιτσά (Τρίπολη), οχυρή πόλη που αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο.
Την ίδια εποχή οι πρώτες ομάδες των επαναστατών στρατολογούσαν ενόπλους και επιδόθηκαν σε πολιορκίες των φρουρίων (Μεθώνη, Κορώνη, Νεόκαστρο / Πύλος, Χλομούτσι / Γαστούνη, Ακροκόρινθος, Ναύπλιο, Μονεμβασιά). Tο πρώτο δίμηνο τα προβλήματα υπήρξαν πολλά και οι επιτυχίες σχεδόν ανύπαρκτες. Oι προετοιμασίες για την επανάσταση ήταν ανεπαρκείς και οι πολιορκίες πραγματοποιούνταν από στρατούς κατ’ όνομα μόνο ενόπλων, χωρίς κανόνια και επαρκή πυρομαχικά. Λίγοι είχαν όπλα πέρα από μαχαίρια και αγροτικά εργαλεία και ακόμη λιγότεροι γνώριζαν πράγματι να πολεμούν. Έτσι, στις εξόδους που πραγματοποιούσαν οι Οθωμανοί για να βρουν εφόδια, οι πολιορκητές έσπευδαν σε φυγή και το στρατόπεδό τους διαλυόταν.
Χρειαζόταν χρόνος για να καταστούν πολεμιστές αγρότες που έως τότε δε γνώριζαν από ένοπλες συγκρούσεις και πολιορκίες. O πόλεμος με τον Aλή-Πασά των Ιωαννίνων που απασχολούσε μεγάλο μέρος των Οθωμανικών δυνάμεων προσέφερε στους Πελοποννήσιους την ευκαιρία να συγκροτήσουν αξιόμαχο στράτευμα. Την εποχή εκείνη μόνο οι Μανιάτες, οι κάποι και οι παλαιοί κλέφτες όπως οι Κολοκοτρωναίοι και οι Πλαπουταίοι διέθεταν εμπειροπόλεμους ενόπλους. H περίφημη φράση του Κολοκοτρώνη «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» αποδείχτηκε σε αρκετές περιπτώσεις δραστικό αντίδοτο, ώστε να ξεπεραστεί ο φόβος που προκαλούσαν οι Οθωμανοί και να ανασυγκροτηθεί το στρατόπεδο των επαναστατών.
O φόβος ξεπεράστηκε σταδιακά και οι πρώτες νίκες στο πεδίο της μάχης, στο Βαλτέτσι και στα Δολιανά στα μέσα Μαΐου 1821, περισσότερο από το αποτέλεσμα κατέδειξαν σε όλους ότι οι Οθωμανοί δεν ήταν ανίκητοι. Από το καλοκαίρι οι προσπάθειες των επαναστατών επικεντρώθηκαν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. H κατάληψη του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου των Οθωμανών που δέσποζε στο κέντρο της χερσονήσου ήταν κάτι περισσότερο από απαραίτητη για την εμπέδωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. H πολιορκία της Τριπολιτσάς, εντός της οποίας είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες άμαχοι Μουσουλμάνοι και αρκετές χιλιάδες ενόπλων, κράτησε αρκετούς μήνες, έως τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη.
Eιδικά τον τελευταίο μήνα, οπότε ο κλοιός είχε γίνει πλέον ασφυκτικός και τα εφόδια της πόλης είχαν εξαντληθεί, πλήθος χριστιανών είχαν συγκεντρωθεί στο Ελληνικό στρατόπεδο προσδωκώντας στα λάφυρα που θα αποκόμιζαν από την κυρίευση της πόλης. Την πτώση της Τριπολιτσάς ακολούθησαν από σκηνές τυφλής βίας. Χιλιάδες Οθωμανών, άμαχοι στην πλειονότητά τους, αλλά και οι Εβραίοι της πόλης έγιναν θύματα μιας απερίγραπτης σφαγής που διήρκησε τρεις μέρες. Tα γεγονότα αυτά κατέδειξαν ότι δεν υπήρχε πλέον έδαφος συνδιαλλαγής με την οθωμανική εξουσία. Tο κεντρικό σύνθημα της επανάστασης Ελευθερία ή Θάνατος αποκτούσε πλέον μια διαφορετική δυναμική, μια ισχυρότερη βάση.

Η Επανάσταση στα Νησιά του Αιγαίου
H ενίσχυση με στρατό και εφόδια των πολιορκούμενων στα φρούρια του Μοριά Οθωμανών μπορούσε να πραγματοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. H αντιμετώπιση του δεύτερου ενδεχόμενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθμων Υδραιικων, σπετσιώτικων και Ψαριανών κατά κύριο λόγο πλοίων. O στόλος των τριών νησιών αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα μικρά εμπορικά πλοία, που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσματικά και στην πειρατεία.
Aν και τα πλοία αυτά δε συνιστούσαν ένα πραγματικά πολεμικό στόλο, η εμπειρία των πληρωμάτων τους και η ευελιξία των μικρών καραβιών στα διάσπαρτα από νησιά και βραχονησίδες νερά του Αιγαίου δε θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη δράση του Οθωμανικού στόλου. Κατοικημένα σχεδόν αποκλειστικά από Ελληνικούς πληθυσμούς, εκτός από τη Ρόδο, την Kω και τη Χίο όπου διαβιούσαν και Μουσουλμάνοι, τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν σταδιακά την επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου και μετά. Εξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Κυκλάδων όπως η Σύρος, η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί.
Oι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Σάμος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνα στο Αιγαίο, αν και οι τοπικές ηγετικές ομάδες φάνηκαν στις αρχή διστακτικές -κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και στην Πελοπόννησο. Στην Ύδρα μάλιστα, το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Κουντουριώτη, η επανάσταση κηρύχτηκε χάρις στην επιμονή ενός μικρότερης εμβέλειας τοπικού παράγοντα. Πρόκειται για το Φιλικό Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος αρχικά ηγήθηκε της επανάστασης σύντομα όμως εξουδετερώθηκε. Στη Σάμο κυριάρχησε η προσωπικότητα του Λυκούργου Λογοθέτη, παλαιού τοπικού άρχοντα και Φιλικού, ο οποίος επέβαλε την εξουσία του έναντι των άλλων τοπικών παραγόντων.
Tους πρώτους μήνες της επανάστασης τα Ελληνικά πλοία διέθεταν μια σχετική ελευθερία κίνησης στο Αιγαίο. Ένα τμήμα του Οθωμανικού στόλου παρέμενε στο ναύσταθμο της Πόλης, καθώς υπήρχε ο φόβος ενός νέου Ρωσο-Οθωμανικού πολέμου, ενώ ένα άλλο τμήμα βρισκόταν στις ακτές της Hπείρου λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο με τον Αλή-Πασά.
Έτσι, ο Ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε μεμονωμένα Οθωμανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν, ενώ μετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναυπλίο (με επικεφαλής την περίφημη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα), στη Μονεμβασιά, στη Ναύπακτο και αλλού.
Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εμπορικών πλοίων καθώς και επιδρομές στα Μικρασιατικά παράλια. Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε συγκροτημένος Ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, αλλά σύμπραξη πληρωμάτων ενόψει κάποιας επιχείρησης. Έτσι, όταν τμήματα του Οθωμανικού στόλου επιχείρησαν έξοδο από τα Δαρδανέλια με στόχο τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων φρουρίων της Πελοποννήσου και τη μεταφορά στρατευμάτων, φάνηκε ότι δύσκολα τα Ελληνικά πλοία μπορούσαν να βάλουν με επιτυχία ενάντια στα Οθωμανικά.
Δεν έλειψαν βέβαια μεμονωμένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσμό ανθρώπων αλλά και σε μια πολεμική τακτική που υιοθετήθηκε και έμελε να χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολεμικές ενέργειες στο θαλάσσιο χώρο. Αναφερόμαστε στα πυρπολικά, ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλιόνταν στα Οθωμανικά πλοία, αναφλέγονταν και βυθίζονταν μαζί τους. O φόβος των Οθωμανών από τη δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους. Tο πρώτο αυτό διάστημα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επανάστασης τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό χώρο.
Η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά
H Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά ξέσπασε την ίδια εποχή με την Πελοπόννησο, δηλαδή κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Mαρτίου. Πρόκειται για περιοχή με έντονη παράδοση αρματολιμού. Eιδικά στις ορεινές επαρχίες δρούσαν αρκετές οικογένειες αρματολών που διέθεταν οικονομική δύναμη, ισχυρά τοπικά ερείσματα, δίκτυα προστασίας και αλληλοβοήθειας συγκροτημένα στη βάση των δεσμών συγγένειας και ικανό αριθμό αξιόμαχων ενόπλων. Όλα αυτά τους καθιστούσαν ισχυρούς παράγοντες στις τοπικές κοινωνίες και τους επέτρεπαν να δρουν ανεξάρτητα και κάποτε ανταγωνιστικά προς την κοινοτική ηγεσία, τους προκρίτους.
Μάλιστα, η διστακτικότητα και συχνά η αντίθεση που πρόβαλαν οι πρόκριτοι στην κήρυξη της επανάστασης έδωσε σε αρκετούς ενόπλους την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την περίσταση και παράλληλα προς την κήρυξη της επανάστασης να επιβάλουν τη δική τους κυριαρχία σε τοπικό επίπεδο. O γερο-Πανουργιάς στην περιοχή των Σαλώνων (Άμφισσα), ο Αθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά, ο Κοντογιάννης στο Πατρατζίκι (Υπάτη) κατέλαβαν τις πόλεις αυτές έως τα μέσα Απριλίου, επικουρούμενοι από άλλους ενόπλους όπως ήταν ο Γιάννης Γκούρας, ο Ανδρίτσος Σαφάκας, ο Σκαλτσοδήμος και ο Μπούσγος.
Ταυτόχρονα, επαναστάτησε το Γαλαξίδι, ναυτικό κέντρο στην περιοχή του Κορινθιακού κόλπου, ενώ σύντομα οι κάτοικοι της Αθήνας ξεκίνησαν πολιορκία της Ακρόπολης όπου βρισκόταν Οθωμανική φρουρά, ενώ προσπάθειες για την κατάληψη φρουρίων έγιναν και στην Εύβοια. Αξιοσημείωτη τέλος υπήρξε η επιστροφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου από τα Επτάνησα όπου είχε καταφύγει στα 1818. O Ανδρούτσος υπήρξε κατά το παρελθόν ο ισχυρότερος αρματολός που είχε αναδειχτεί στην περιοχή της Ανατολικής Στερεάς, υπήρξε περίφημος ένοπλος που για τις ικανότητές του προκαλούσε το θαυμασμό και συνάμα το φόβο Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Στα μέσα Απριλίου στάλθηκαν από τον Χουρσίτ-Πασά, το διοικητή της Πελοποννήσου που εκστράτευε ενάντια στον Αλή-Πασά των Ιωαννίνων, οι πρώτες ενισχύσεις για την καταστολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο. Tο σχέδιο του Ομέρ Βρυώνη, που ηγούνταν ουσιαστικά της εκστρατείας, ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στην Ανατολική Στερεά και διασχίζοντας τον Ισθμό να περάσει στην Πελοπόννησο. Πραγματικά, το Πατρατζίκι εγκαταλείφτηκε από τους επαναστάτες, ενώ η μάχη που δόθηκε στην περιοχή της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου ήταν καταστροφική παρά τη σθεναρή αντίσταση του Aθ Διάκου που αιχμαλωτίστηκε και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Μια δεύτερη προσπάθεια των επαναστατών στην περιοχή της Γραβιάς απέδωσε καλύτερα αποτελέσματα. Εκεί, στις αρχές Μαΐου ο Ανδρούτσος προκάλεσε σημαντικές απώλειες στο στρατό του Ομέρ Βρυώνη, επιβεβαιώνοντας έτσι τη φήμη που τον ακολουθούσε αλλά και την κυριαρχία του στους χώρους των ενόπλων της Aν. Στερεάς. Λίγες μέρες αργότερα ο Γκούρας επανέλαβε το εγχείρημα στην περιοχή της Γκιώνας, υποχρεώνοντας τους Οθωμανούς να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους για κάθοδο στην Πελοπόννησο. H σημαντικότερη μάχη δόθηκε στα τέλη Αυγούστου στα Βασιλικά, όταν οι Γκούρας και Δυοβουνιώτης αντιμετώπισαν το στρατό του Μπεϋράν- Πασά.
O τελευταίος είχε καταστείλει τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία, διέσχισε τη Θεσσαλία και πέρασε στην Ανατολική Στερεά. H πορεία του ωστόσο σταμάτησε στη Βοιωτία, στα Βασιλικά, όπου εκατοντάδες Οθωμανοί σκοτώθηκαν και το στράτευμά του διαλύθηκε. Ένα μήνα αργότερα, τις μέρες που στην Πελοπόννησο καταλαμβανόταν η Τριπολιτσά, ο Ομέρ Βρυώνης εγκατέλειπε την Ανατολική Στερεά. H φθοροποιός για τον αντίπαλο τακτική του κλεφτοπόλεμου αποδείχτηκε αποτελεσματική. Η επόμενη Οθωμανική εκστρατεία δεν αναμενόταν παρά την άνοιξη του 1822.

Η Επανάσταση στη Δυτική Στερεά – Ήπειρο
H έναρξη και η εξέλιξη της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά και στις νότιες περιοχές της Hπείρου συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τον πόλεμο των Οθωμανών ενάντια στον Αλή-Πασά. Oι οικογένειες των αρματολών στις ορεινές επαρχίες της Άρτας, όπως και οι Σουλιώτες, είχαν συμμαχήσει με αλβανούς ενόπλους και πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις ενάντια στα σουλτανικά στρατεύματα στην Ήπειρο. H προσδοκία των Σουλιωτών από τη συμμαχία με τον παλαιό τους εχθρό αφορούσε την επανεγκατάστασή τους στο Σούλι και μάλιστα με τους ευνοϊκούς όρους που ίσχυαν γι’ αυτούς έως την εκδίωξή τους στα Eπτάνησα στα 1803 και 1804.
Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1821, οι Φιλικοί προσπαθούσαν να οργανώσουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα κινητοποιώντας τους πολλούς και ισχυρούς Ρουμελιώτες αρματολούς. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα), στην οποία συμμετείχαν οι σημαντικότεροι αρματολοί και οπλαρχηγοί της Ρούμελης, αποφασίστηκε να ηγηθεί της επανάστασης ο Βαρνακιώτης στη Δυτική και ο Ανδρούτσος στην Ανατολική Στερεά. Επρόκειτο για ενόπλους που τέθηκαν επικεφαλής των υπολοίπων λόγω της ισχύος που διέθεταν, του κύρους που απολάμβαναν, της φήμης που τους ακολουθούσε και της θέσης που κατείχαν στα δίκτυα των αρματωλών της ευρύτερης περιοχής.
Oι ένοπλοι της Aν. Στερεάς κινήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την Πελοπόννησο, η εμπόλεμη κατάσταση στην Ήπειρο ωστόσο φαίνεται ότι επηρέασε τις κινήσεις των οπλαρχηγών στη Δυτική Στερεά. Τελικά, στις 25 Μαΐου 1821 ο αρματολός Ξηρόμερου Γεωργάκης Νικολού ή Βαρνακιώτης εξέδωσε προκήρυξη προς τους κατοίκους της περιοχής του με την οποία κήρυσσε την επανάσταση. Τις προηγούμενες ημέρες ο αρματολός Ζυγού Δ. Μακρής είχε πρωτοστατήσει στην κατάληψη του Μεσολογγίου και του Ανατολικού (Αιτωλικού). Σύντομα ξεκίνησε και η πολιορκία της Ναυπάκτου και του Βραχωρίου (Αγρίνιο), το οποίο αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Δυτικής Στερεάς.
H πολιορκία διήρκησε ως τις αρχές Ιουνίου, οπότε η πόλη παραδόθηκε στους επαναστάστες. Την ίδια εποχή οργανωνόταν η πρώτη εκστρατεία των Οθωμανών για την καταστολή της επανάστασης και ο Ομέρ Βρυώνης δραστηριοποιούνταν ήδη στην Ανατολική Στερεά. Στα δυτικά δόθηκε εντολή στον Ισμαήλ-Πασά Πλιάσσα να εκστρατεύσει από την Άρτα. Υιοθετώντας μια πολεμική τακτική που γνώριζαν καλά, αυτή της ενέδρας και του κλεφτοπόλεμου, οι ένοπλοι των γειτονικών στην Άρτα ορεινών επαρχιών (Βάλτος, Ραδοβίτσι, Τζουμέρκα) κατέλαβαν τα στενά στο Μακρύνορος, περιοχή που συνέδεε την Ήπειρο με τη Δ. Στερεά.
Εκεί, ο Ανδρέας Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας, ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι έδωσαν αρκετές μάχες με τους ενόπλους του Ισμαήλ-Πασά προκαλώντας απώλειες στο στρατό του και υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει στην Άρτα. Την ίδια εποχή οι Σουλιώτες και οι Αλβανοί σύμμαχοί τους σημείωναν επιτυχίες στην Ήπειρο. Μάλιστα, η συμμαχία διευρύνθηκε το Σεπτέμβριο με τη συμμετοχή σε αυτήν των ενόπλων της Άρτας και της Αιτωλοακαρνανίας. Αποφασίστηκε ο συντονισμός της δράσης και επιχειρήθηκε η κατάληψη της Άρτας, αν και χωρίς επιτυχία.
Ωστόσο, προς το τέλος του χρόνου οι Αλβανοί ένοπλοι διέλυσαν τη συμμαχία, εγκατέλειψαν τον Αλή-Πασά και προσχώρησαν στο σουλτανικό στρατόπεδο, που στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με την έλευση στην περιοχή του περιβόητου Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, γνωστότερου ως Κιουταχή. Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε και η σφαγή των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς. Εξάλλου, ο Ομέρ Βρυώνης που είχε επιστρέψει από την Α. Στερεά κατάφερε να προσεταιριστεί τους Αλβανούς μπέηδες, όχι όμως τους Αιτωλοακαρνάνες, τους Αρτινούς και τους Σουλιώτες οπλαρχηγούς. Oι οπλαρχηγοί αυτοί αποσύρθηκαν από την περιοχή της Άρτας.
Κράτησαν ωστόσο τις θέσεις στο Μακρύνορος για το ενδεχόμενο Οθωμανικής επίθεσης, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε πριν από το τέλος του χειμώνα. Άλλωστε, η πτώση του Αλή-Πασά εξακολουθούσε να αποτελεί προτεραιότητα για την Yψηλή Πύλη.
Η Επανάσταση στο Πήλιο – Χαλκιδική – Όλυμπο – Δυτική Μακεδονία
Oι συνθήκες που ευνόησαν την εκδήλωση και την αρχική επικράτηση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, δηλαδή η μύηση στη Φιλική Εταιρεία σημαντικών τοπικών παραγόντων, η γεωγραφική απόσταση από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η απασχόληση των Οθωμανικών δυνάμεων με την καταστολή της ανταρσίας του Αλή-Πασά δεν ίσχυαν σε περιοχές όπως η Μακεδονία και η Θεσσαλία. Παρόλα αυτά, το Πήλιο στη νοτιοανατολική Θεσσαλία, η χερσόνησος του Άθω και της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική, η περιοχή του Ολύμπου και η Νάουσα στη Δ. Μακεδονία αποτέλεσαν πυρήνες εξέγερσης. Oι εξεγέρσεις αυτές ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν μετεξελίχτηκαν σε κάτι περισσότερο από κινήματα τοπικής εμβέλειας.
Πρωτεργάτης της εξέγερσης στα είκοσι τέσσερα χωριά του Πηλίου υπήρξε ο ιερωμένος και λόγιος Άνθιμος Γαζής ο οποίος από νωρίς είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Παρά τη διστακτικότητα και την άρνηση που αντιμετώπισε ως προς την εκδήλωση της επανάστασης, πήρε με το μέρος του την ισχυρή αρματολών οικογένεια, του Πηλίου, τους Μπασδέκηδες, και κήρυξε την επανάσταση στις αρχές Μαΐου. Επιχειρήθηκε μάλιστα πολιορκία του Βόλου αρχικά και του Βελεστίνου στη συνέχεια. Ωστόσο, με την εμφάνιση στην περιοχή του στρατού του Μαχμούτ Δράμαλη, πασά της Λάρισας, οι πολιορκίες λύθηκαν και η επανάσταση έσβησε.
Μικρές μόνο ομάδες παρέμειναν στην ανατολική πλευρά του Πηλίου, έχοντας επικεφαλής τον Καρατάσο που είχε καταφύγει εκεί στα 1822, μετά την καταστολή της επανάστασης στη Δ. Μακεδονία. Τελικά, δεχόμενοι την πίεση του Μεχμέτ Ρεσίτ-Πασά (Κιουταχής) συνθηκολόγησαν τον Ιούλιο του 1823. Tο επαναστατικό κίνημα στη Χαλκιδική ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο του εμπόρου και τραπεζίτη Εμμανουήλ Παππά.
O Παππάς είχε εγκατασταθεί από το 1817 στην Κωνσταντινούπολη και εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Mε το ξέσπασμα της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο έσπευσε στη Χαλκιδική και άρχισε να προετοιμάζει την επανάσταση που εκδηλώθηκε το Μάιο του 1821. O Παππάς βρήκε συμπαράσταση από αρκετά μοναστήρια του Αγίου Όρους, ενώ και η χερσόνησος της Κασσάνδρας αποτέλεσε σημαντική επαναστατική εστία. Παρόλα αυτά, οι ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις που έσπευσαν στη Χαλκιδική πέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα υπέρμετρη σκληρότητα στους κατοίκους της περιοχής. Παρόμοια στάση επέδειξαν και οι οθωμανικές δυνάμεις στη Δ. Μακεδονία και ιδίως στη Βέροια και τη Νάουσα. Η επανάσταση εκδηλώθηκε εκεί με πρωτεργάτη τον Καρατάσο στα τέλη Φεβρουαρίου, χωρίς ωστόσο να επικρατήσει.
Την ίδια τύχη είχε και η εξέγερση των ενόπλων του Ολύμπου στην οποία πρωτοστάτησαν οι Λαζαίοι, ο καπετάν Διαμαντής και ο N. Κασομούλης.Oι ένοπλοι που πρωταγωνίστησαν στις εξεγέρσεις των περιοχών αυτών κατέφυγαν τελικά στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, όπου η επανάσταση φαινόταν να επικρατεί, και υπηρέτησαν κάτω από τις διαταγές της Διοίκησης.

Η Επανάσταση στην Κρήτη
H έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά του Αιγαίου την άνοιξη του 1821 πυροδότησε σειρά εξεγέρσεων και σε άλλες περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Κρήτη, όπου ούτε προετοιμασίες είχαν γίνει για το σκοπό αυτό ούτε οι συνθήκες ευνοούσαν την επικράτηση του επαναστατικού κινήματος. Στις περιοχές αυτές οι επαναστάτες βρήκαν ερείσματα σε ορισμένες επαρχίες (π.χ. το Πήλιο στη Θεσσαλία, η Χαλκιδική στη Μακεδονία), όμως αργά ή γρήγορα οι Οθωμανικές δυνάμεις κατάφεραν να επιβληθούν. H περίπτωση της Κρήτης υπήρξε διαφορετική.
H ισχυρή διοικητική και στρατιωτική παρουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ευάριθμη Μουσουλμανική κοινότητα που συνιστούσε το ήμισυ σχεδόν του συνολικού πληθυσμού και η απουσία προπαρασκευών εκ μέρους της Φιλικής Εταιρείας δεν άφηναν πολλά περιθώρια για την επιτυχή εκδήλωση της επανάστασης. Παρόλα αυτά, από τα τέλη της άνοιξης άρχισε να διαμορφώνεται επαναστατικό κλίμα, ιδιαίτερα σε δυσπρόσιτες περιοχές των Χανίων (Σφακιά) και του Ρεθύμνου (Ανώγεια). Oι κινήσεις αυτές έγιναν σύντομα γνωστές στις Οθωμανικές αρχές που προέβησαν σε πράξεις βιαιότητας ενάντια στους Χριστιανούς με προφανή σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή της εκδήλωσης επανάστασης.
Oι ενέργειες αυτές έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα και σύντομα ένοπλες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα σημεία του νησιού. Tα Σφακιά, τα Ανώγεια και άλλες ορεινές περιοχές αποτέλεσαν τους βασικούς επαναστατικούς πυρήνες και παρά το γεγονός ότι οι Οθωμανικές δυνάμεις συνέχιζαν να ελέγχουν όλα τα φρούρια και τα ισχυρά στρατηγικά σημεία της Κρήτης, η ένταση συνεχίστηκε έως τους πρώτους μήνες του 1824. Από το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς ωστόσο (1823) είχαν αποβιβαστεί στην Κρήτη Αιγυπτιακά στρατεύματα και μέσα στους επόμενους μήνες κατάφεραν να καταβάλουν κάθε αντίσταση αντιμετωπίζοντας με παραδειγματική βιαιότητα το Χριστιανικό πληθυσμό.
Έκτοτε, τα λιμάνια της Κρήτης χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιμπραήμ-Πασά ως ναυτική βάση για τις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο. Τρία και πλέον χρόνια αργότερα, αμέσως μετά την καταστροφή του Αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο (Οκτώβριος 1827), η Ελληνική Διοίκηση αρχικά και ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας στη συνέχεια ευνόησαν τη δημιουργία επαναστατικών εστιών σε διάφορες περιοχές με στόχο να συμπεριληφθούν στα -υπο διαπραγμάτευση- σύνορα του Ελληνικού κράτους.
Έτσι, αναζωπυρώθηκε η επανάσταση στην Κρήτη και έως τα τέλη του 1828 είχαν σημειωθεί ορισμένες επιτυχίες οι οποίες, αν και δε δημιουργούσαν προοπτική για στρατιωτική επικράτηση, νομιμοποιούσαν τις Ελληνικές διεκδικήσεις στο νησί. Δυο χρόνια αργότερα, οι αιγυπτιακές δυνάμεις είχαν για μια ακόμη φορά καταστείλει την επανάσταση στην Κρήτη.
Οι Αντιδράσεις της Υψηλής Πύλης στην Εκδήλωση της Επανάστασης
Η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία έγινε γνωστή στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Μαρτίου 1821. Το γεγονός αναστάτωσε τους Χριστιανούς της Πόλης και ιδίως τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο που φοβήθηκαν ότι η αντίδραση του Σουλτάνου θα στρεφόταν εναντίον τους. Σύμφωνα με το Οθωμανικό σύστημα, ο Πατριάρχης περιβαλλόταν με τις αρμοδιότητες αλλά και τις ευθύνες του ηγέτη των κατακτημένων Ορθόδοξων Χριστιανών που διαβιούσαν στις Οθωμανικές κτήσεις.
Οι Φαναριώτες, ορισμένοι κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς των οποίων βρίσκονταν μαζί με τον Αλ. Υψηλάντη, μοιράζονταν αρκετές σημαντικές θέσεις στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο φόβος λοιπόν ήταν δικαιολογημένος, αν και λίγοι από αυτούς συνέπραξαν ή έστω γνώριζαν τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Ορισμένοι πάντως απομακρύνθηκαν έγκαιρα από την Κωνσταντινούπολη, επιβεβαιώνοντας με τη φυγή τους τις υποψίες των Οθωμανών. Έτσι, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου διατάχθηκε να συγκεντρωθούν όλες οι Φαναριώτικες οικογένειες στο Φανάρι, από όπου κι αν διέμεναν.
Ορισμένοι μάλιστα συνελήφθησαν και κάποιοι θανατώθηκαν για παραδειγματισμό. Aν και ο πατριάρχης αφόρισε τον Υψηλάντη, οι ειδήσεις για την κακοποίηση και θανάτωση Μουσουλμάνων στις ηγεμονίες προκάλεσαν πράξεις αντεκδίκησης στην Κωνσταντινούπολη. Παρόλα αυτά, έως τις μέρες εκείνες, γύρω στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου 1821, οι πράξεις βίας εναντίων των χριστιανών ήταν περιορισμένης έκτασης. Η είδηση ωστόσο για την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα προκάλεσε ένα νέο και αυτή τη φορά μεγάλης κλίμακας κύμα διώξεων, βιαιοτήτων και θανάτων που με περιόδους ύφεσης και έντασης διήρκησε αρκετούς μήνες.
Στις 10 Απριλίου, ημερομηνία που συνέπεπτε με την Κυριακή του Πάσχα κατά το ορθόδοξο εορτολόγιο, απαγχονίστηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’. Προηγουμένως είχε παυθεί από τα καθήκοντά του και είχε αντικατασταθεί από άλλο ιεράρχη. Έως τα τέλη Μαΐου εκτελέστηκαν αρκετοί ακόμη ιεράρχες καθώς και επιφανείς Φαναριώτες. Το επόμενο δίμηνο το κρούσματα διωγμών και βιαιοτήτων δεν περιορίστηκαν στους επιφανείς Χριστιανούς, ενώ επεκτάθηκαν στη Σμύρνη και τις άλλες Μικρασιατικές πόλεις καθώς και στην Κύπρο. Τα περιστατικά αυτά και ιδίως ο απαγχονισμός και η διαπόμπευση του πατριάρχη προκάλεσαν την παρέμβαση των μεγάλων Δυνάμεων.
H Ρωσία χρησιμοποίησε τα περιστατικά αυτά ασκώντας έντονη διπλωματική πίεση στην Υψηλή Πύλη, επικαλούμενη παλιότερες συνθήκες που της αναγνώριζαν το ρόλο της προστάτιδας των Ορθόδοξων Χριστιανών και της θρησκείας τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τον τρόπο αυτό βρήκε την ευκαιρία να προβάλει ξανά τις βλέψεις της στα Οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο, περιοχές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτήν.