Στο πρόσωπο των χιτλεροφασιστικών ορδών είδε άμεσο τον κίνδυνο του αφανισμού του. Και οι Κομποταίοι δεν έμειναν έξω απ’ την τραγική μοίρα. Το Κομπότι έφθασε στο χείλος της καταστροφής.
Πάρα πολλά ήταν τα δεινά με τις εκτελέσεις, τους σφαγιασμούς, τις φυλακίσεις, τις ομηρίες, τις αρπαγές τροφίμων, τις λεηλασίες, τους εμπρησμούς κτιρίων την καταστροφή των σπαρτών, την πείνα, τις αρρώστιες και τους κινδύνους, που δοκίμασε το χωριό τα μαύρα χρόνια της Κατοχής 1941-44.
Η ζωή των Κομποταίων κατάντησε πια αφόρητη. Πολλοί κατέφυγαν στο βουνό, στ’ αντάρτικα σώματα και απ’ εκεί άρχισαν την ηρωική Εθνική Αντίσταση κατά των νέων βαρβάρων, των Ιταλο-Γερμανών.

Οι περισσότεροι, παρέμειναν στο χωριό και με μύριους κινδύνους, ασχολούνταν, όσο γινόταν με την καλλιέργεια των αγρών, για να εξοικονομήσουν το ψωμί τους. Ωστόσο, αναγκάζονταν, κατά συχνά χρονικά διαστήματα, και το εγκατέλειπαν οικογενειακώς, τρομοκρατούμενοι απ’ του εχθρού τη θηριωδία και το κυνηγητό. Κατάφευγαν στον Πλατανιά, τη Λαγκάδα, τη Φλωριάδα, το Δημαριό, το Φωτεινό (Χώσιανα), το κλειδί και όπου αλλού ένοιωθαν ασφαλισμένοι απ’ τον κίνδυνο του κατακτητή. Μόνο τις νύχτες, οι πιο θαρρετοί, κατέβαιναν στο χωριό και έπαιρναν τα διάφορα για την επιβίωσή τους χρειαζούμενα, όσα βέβαια, γλίτωναν απ’ την καταστροφική μανία του εχθρού. Εκεί στο ύπαιθρο, λόγω της ασιτίας και των δύσκολων καιρικών συνθηκών, η ζωή των Κομποταίων ήταν μαρτυρική. Ίδια και χειρότερη ήταν και αργότερα, όταν στις 14-9-1944, γύρισαν στο χωριό, στα σπίτια τους. Τα βρήκαν πυρπολημένα και κατεστραμμένα. Οι οικογένειες στεγάστηκαν κάτω από πρόχειρα στέγαστρα και καλύβες. Οι κάτοικοι ρακένδυτοι, ξυπόλυτοι, νηστικοί, άρρωστοι, ισχνοί και σκελετωμένοι, διαβιούσαν πολύ δυστυχισμένα και δύσκολα.
Παραστατικότατη είναι και η παρακάτω εικόνα της δυστυχίας, τότε των κατοίκων που περιγράφει με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1943, ο αείμνηστος Ν. Παπακώστας, Γυμνασιάρχης, στις σημειώσεις που άφησε:
«Μετά την τραγωδίας του Κομμένου… ήν βεβαίως γνωρίζετε, οι κάτοικοι του χωρίου Κομποτίου… ήρχισαν ν’ αποχωρώσι πανοικί εις τα δασώδη χωρία του Βάλτου και Ραδοβυζίων, ως εις κρησφύγετα. Αι οδοί ήταν κατάμεστοι φορτηγών ίππων και ανθρώπων φευγόντων την αγριότητα των επιδρομέων και παραλαβόντων ό, τι εχρειάζετο προχείρως δια την εν υπαίθρω βραχυχρόνιο ζωήν των, διότι ήλπιζον, ότι δεν θα διαρκέσει πολύ η κακή αυτή κατάσταση. Την 21ην Αυγούστου ε.ε. ισχυρά δύναμις Ιταλικού στρατού συγκειμένη εξ ενός και πλέον Συντάγματος, επήλθε κατά του Κομποτίου, το οποίον ήτο έρημον κατοίκων. Αμέσως επεδόθησαν εις την διάρρηξιν των θυρών των οικιών και την λεηλασίαν. Διήρπασαν σιτηρά και παν φαγώσιμον και πόσιμον είδος, ενδύματα κλινοσκεπάσματα, μαγειρικά σκεύη και λοιπά είδη. Τα κατοικίδια ζώα, οίον όρνιθες και λοιπά ηρπάγησαν. Σημειωτέον δ’ ότι κατά Ιούλιον εκάησαν και πολλά σιτηρά εν τοις αλωνίοις. Η διαρπαγή εγένετο κατά τρόπο βανδαλικό, διότι παν ό, τι δεν εχρειάζετο, κατεστρέφετο. Υαλοπίνακες εθραύθησαν, παραθυρόφυλλα και θύραι αφηρέθησαν και κατεστράφησαν, φωτογραφίαι εσχίσθησαν, βιβλιοθήκαι κατεστράφησαν, τράπεζαι, καθίσματα και καθρέπται εθρυμματίσθησαν. Τα πατώματα και οι τοίχοι των οικιών επληρώθησαν δύσοσμων ακαθαρσιών και εις τα φρέατα ερρίφθησαν γαλαί και ράκη. Κόποι ετών εξανεμίσθησαν εντός βραχέος χρόνου. Προίκες θυγατέρων και παν ό, τι ηδύνατο τις να κατασκευάση δια την ζωήν και την πρόοδόν τους διηρπάγη και κατεστράφη. Γενικώς, οι οικίαι απεγυμνώθησαν. Οι κάτοικοι φοβούμενοι πυρπολήσεις είχον κατασκευάσει καταφύγια δηλ. κρύπτας εν αις είχον θέσει σιτηρά, είδη ιματισμού, ραπτομηχανάς και άλλα διάφορα σκεύη. Ταύτα ηυρέθησαν, ηνεώχθησαν και τα εν αυτοί αφηρέθησαν. Επίσης, διηρπάγησαν πρόβατα, βόες και αγελάδες και πολλοί αγροί εσπαρμένοι αραβοσίτου ερημώθησαν, διότι έβοσκον εν αυτοίς τα μεταγωγικά του στρατού και τα διαρπαγέντα ζώα. Η λεηλασία διήρκησεν από τις 21-28 Αυγούστου. Αυτοκίνητα δε διαρκώς εφορτώνοντο εκ των ανωτέρω διαρπαγομένων και μετεφέροντο εις Άρτα και Ιωάννινα. Από της 16ης Σεπτεμβρίου ε.ε. μετά σφοδρόν βομβαρδισμόν των πέριξ, ήρχισεν η πυρπόληση υπό των Γερμανών της κωμοπόλεως του Κομποτίου, διαρκέσασα επί ημέρας. Επομένως επήλθεν πλήρης η καταστροφή. Κατέστη προβληματική η ζωή δυο χιλιάδων κατοίκων, στερουμένων των πάντων, διότι δεν είχον κατορθώσει να διασώσωσι τινά είδη αναγκαία. Κατά τας περιπλανήσεις, ανά τα δάση και τα κρησφύγετα, ιδία τα μικράς ηλικίας, παιδία εδοκιμάσθησαν δεινώς υπό των πυρετών…»
Όμως, το Κομπότι άντεξε σ’ όλες τις κακουχίες και σ’ όλες τις συμφορές και επέζησε! Επέζησε, αφού πλήρωσε ακριβά τη μαύρη κατοχική περίοδο τόσο με υλικές ζημιές, όσο και με εκτελέσεις, σφαγισμούς, φυλακίσεις και ομηρίες πολλών απ’ τους αθώους κατοίκους του. Ωστόσο, με τις θυσίες του συνέβαλε κι αυτό, όσο μπορούσε, στην Εθνική Αντίσταση για το ξεσκλάβωμα της Ελλάδας μας απ’ την τυραννία της Ιταλο- Γερμανικής, φασιστικής βαρβαρότητας.
Οι Κομποταίοι, περνώντας με περηφάνια «απ΄τη Σταύρωση στην Ανάσταση» δεν άργησαν, να επιδοθούν, μεταπελευθερωτικά στη γρήγορη επούλωση των πληγών, την ανόρθωση των ερειπίων, την ανασυγκρότηση σ’ όλους τους τομείς της ζωής και στη γέννηση ενός καινούργιου κόσμου.
Βιβλιογραφία
- 1. Λάμπρου Τατσιόπουλου: Το Κομπότι Άρτης, εκδ. 1971
- 2. Παπαρηγοπούλου Κ.: Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. 1955
- 3. Κόκκινου Δ.: " Προς τα σύνορα "
- 4. Εγκυκλοπαίδεια " Ήλιος "
- 5. Εγκυκλοπαίδεια " Των Νέων "
- 6. Μιχαήλ Περάνθη: " Το εικοσιένα ", εκδ. 1971
- 7. Νικολάου Παπακώστα, Γυμνασιάρχη: "Προσωπικές Σημειώσεις"