Καθημερινά έπλεκαν κάλτσες, φανέλες, πουλόβερ, γάντια και πρόσφεραν σεντόνια, μαντανίες, χιράμια απ’ την προίκα τους, για τους πολεμιστές του μετώπου…
Στον πόλεμο 1940-41, απ’ τους Κομποταίους πολεμιστές σκοτώθηκαν οι:
Γ. Κ. Γιαννούλης, Φ. Γ. Γιαννούλης, Δ. Α. Μαλιγιάννης- Γκανιάτσας, Ι. Ε. Μπουραντάς (στο μέτωπο της Αλβανίας) και Ε. Χ. Χαβέλας- Καραμέτας (στο μέτωπο της Μακεδονίας).

Μία μέρα πριν (27 Νοεμβρίου) οι ελληνικές δυνάμεις έχουν απωθήσει τους Ιταλούς από τα ελληνικά σύνορα και πήραν διαταγή να κυνηγήσουν τους Ιταλούς και μέσα στο έδαφος της Αλβανίας. Ο καιρός ήταν βροχερός αλλά το κρύο δεν έκανε την πορεία ακόμα δύσκολη και βασανιστική. Το 40ο Σύνταγμα Ευζώνων της Άρτας ήταν το πρώτο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα που μπήκε στο αλβανικό έδαφος. Οι τσολιάδες πέρασαν γρήγορα και χωρίς αντίσταση πρώτα το χωριό Λόγγος, στη συνέχεια πέρασαν το χωριό Πέπελι και κατευθύνθηκαν προς το χωριό Βοδίνο, αλλά πριν μπούνε στο χωριό τους έπιασε η νύχτα και σταμάτησαν στα πρώτα υψώματα του χωριού να διανυκτερεύσουν.
Μπουραντάς Ιωάννης του Ευαγγέλου (+28/11/1940)
Ο Μπουραντάς Ιωάννης, γεννήθηκε στο Κομπότι Άρτας το έτος 1914. (1) Ήταν γιός του Ευαγγέλου και της .......... Υπηρέτησε την κανονική θητεία του και απολύθηκε το έτος 1936. Το επάγγελμά του ήταν αγρότης. Επιστρατεύτηκε στις αρχές Οκτωβρίου του ΄40, και κατατάχτηκε στο 40ο Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας. Τοποθετήθηκε στο ΙΙ/40 Τάγμα, στον 2ο λόχο πολυβόλων. Όταν έφυγε για τον πόλεμο ήταν ανύπαντρος. Πήρε την ειδικότητα του προμηθευτή πολυβόλου και πήρε μέρος σ’ όλες τις μάχες που έδωσε ο λόχος του, πολεμώντας ηρωικά. Φονεύθηκε την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940, στο χωριό Βοδίνο της Βορείου Ηπείρου όπως αναφέρει η ημερησία διαταγή:
«οι κάτωθι έφεδροι οπλίτες φονεύθηκαν ενδόξως υπέρ της πατρίδος στο πεδίον της μάχης. Διαγράφω της δύναμης των οπλιτών της 1325 μονάδας και τους οικείου λόχους. ...3) στρατιώτην Μπουραντάν Ιωάννην του Ευαγγέλου, κλάσεως 1934, Α.Σ.Μ. 102336, φονευθέντα την 28ην Νοεμβρίου 1940, του ΙΙου λόχου πολυβόλων».
Ο δεκανέας Κώστας Κοντοδήμας (Παπαγιάννης) από τις Πηγές, στοιχειάρχης πολυβόλου κίνησης, περιγράφει το θάνατο του Μπουραντά Ιωάννη:
«στο Βοδίνο λίγο έλειψε να με πιάσουν αιχμάλωτο. Βρέθηκα κυκλωμένος με τους άνδρες του στοιχείου μου. Ο προμηθευτής μου και ο γεμιστής του πολυβόλου μου, ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι και ο Στέφανος Γραβιάς από την Σγάρα Καταρράκτη, σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο. Εμένα με είχαν πιάσει από την χλαίνη και με τραβούσαν προς το μέρος τους.
Την χλαίνη την είχα κάνει ρολό και την πέρασα πάνω μου χιαστί για να κινούμαι εύκολα στην μάχη. Αυτό με έσωσε από την αιχμαλωσία, γιατί έτσι όπως την είχα, με μια αστραπιαία κίνηση, την πέταξα από πάνω μου και χάθηκα μες τους θάμνους, αφήνοντας την στους Ιταλούς ενθύμιο. Θυμάμαι ότι όταν μας ζύγωναν οι Ιταλοί, μας φώναζαν: - Γκρέκο, θα πάμε στην Άρτα να φάμε πορτοκάλια! Λες και ξέρανε ότι εμείς ήμασταν από κει».
«Με τις ευχές της μάνας του έφυγε για το μέτωπο. Τον φίλησε, τον κοίταξε κατάματα και τον χτύπησε στον ώμο. Αντάμα με άλλα παλικάρια του χωριού πήγε ο Νάκος στην Ήπειρο, πάνω στα βουνά της Αλβανίας. Πέρασαν όλοι τους πολλά. Δεν ήταν οι ψείρες που τους καταρούφηξαν το αίμα, δεν ήταν η πείνα, μα πιο πολύ ήταν το κρύο που δεν το άντεχαν άλλο. Αυτό τους πάγωνε τα κόκαλα. Δεν έκανε τίποτε ούτε η χλαίνη, ούτε τα μάλλινα τα γάντια. Χιόνια πολλά ήταν στα βουνά. Λες πως κι ο ίδιος ο Θεός τα έβαλε μαζί τους. Περπατούσαν μερόνυχτα μέσα στα χιόνια και τ’ άρβυλα χωνόταν βαθιά στη λάσπη την ανακατωμένη με το χιόνι. Τα μουλάρια κολλούσαν μέσα στη λάσπη τόσο που έπρεπε να τα ξεφορτώσουν, για να καταφέρουν να τους βγάλουν τα πόδια από ‘κει. Περπατούσε κι αυτός ανάμεσα τους για να φτάσει εκεί. Περπατούσε, κρύωνε και συλλογιζόταν το χωριό του, τη μάνα του εκεί δίπλα στη φωτιά. Έβλεπε μπρος στα μάτια του τη φιγούρα της με το χέρι στο μέτωπο την ώρα που χανόταν στον ορίζοντα. Την έβλεπε με το φαρδύ το μαύρο της φουστάνι και το μαντήλι στο κεφάλι. Πόσες βραδιές τις πέρασε κάτω από ένα έλατο κουκουλωμένος με τη χλαίνη του, γιατί το ανεμόβροχο δεν άφηνε να στήσουν τις σκηνές τους! Τότε ήταν που τη θυμόταν πιο πολύ.
Και προχωρούσε με τους άλλους αντάμα. Ήταν Νοέμβρης μήνας και ήθελαν να φτάσουν στο Βουδίνο. Οι Ιταλοί ήταν ταμπουρωμένοι εκεί, και καραδοκούσαν ν’ ανοίξουν πυρ. Άφησε τις σκέψεις ο Νάκος και μαζί με τους άλλους ετοιμάστηκε. Ο λοχαγός τους είπε όσα λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Θάρρος, ηρωισμό και αντοχή να δείξουν, για να διώξουν τους κοκορόφτερους. Να πολεμήσουν γενναία, για να λευτερώσουν τον τόπο τους, για να γυρίσουν στο σπίτι τους, κοντά στη μάνα που τους περιμένει και σ’ όλους τους αγαπημένους. Τέτοιες ώρες δεν σκέφτεσαι τίποτε. Τέτοιες ώρες παραλογίζεσαι, γίνεσαι γενναίος, ξεχνάς τους φόβους. Το όπλο γίνεται συνέχεια του χεριού σου. Το ίδιο συνέβη και με το Νάκο, που υπηρετούσε στο τάγμα των Ευζώνων. Όλοι τους ήταν ομορφοκαμωμένοι κι η φορεσιά του Εύζωνα τους τόνιζε τη λεβεντιά. Σε λίγο ακούγονται τα πρώτα δαιμονισμένα σφυρίγματα των αεροπλάνων.
Οι Εύζωνοι δεν γίνονται αντιληπτοί. Όμως οι ταμπουρωμένοι Ιταλοί τους βλέπουν πολύ καλά κι αρχίζουν να πυροβολούν. Οι δικοί μας κρατώντας γερά τις θέσεις τους ανταποκρίνονται στα πυρά. Κάποιοι που ήρθαν για ενισχύσεις έφεραν το μήνυμα πως ο Ταγματάρχης Κωστάκης έκανε χαλασμό στους Ιταλούς. Έριχνε, λέει, εκεί που ήθελε, σημάδευε ακόμα και τα καζάνια των Ιταλών και τους τα διέλυε. Μάθαιναν ετούτοι τα καλά μαντάτα κι αντρώνονταν, πάλευαν με χέρια και με δόντια. Ξαφνικά έβλεπες αυτά τα απλά, τα καθημερινά χωριατόπουλα να γίνονται υπεράνθρωποι. Λες κι έβγαιναν απ’ τον εαυτό τους, λες και δεν είχαν σώμα, έμεναν μόνο με το όπλο και την ψυχή τους. Εκεί ήταν που μέθυσε κι ο Νάκος. Μέθυσε στο πανηγύρι για τη λευτεριά κι αψήφησε τις ριπές των όπλων. Σαν ήρωας πολέμησε, είπε ο λοχαγός κι όλοι οι συμπολεμιστές του. Μέσα σ’ αυτό το παραλήρημα, μέσ’ το τρελό πανηγύρι, πολεμώντας και φωνάζοντας «αέρα» ήταν που δέχτηκε την πρώτη σφαίρα.
- Οι μανούλα μου, είπε.
Συνέχισε να πολεμάει μα σε λίγο το όπλο του ‘πεσε απ’ το χέρι. Τον πήραν πιο πέρα. Κρατούσε με το χέρι την πληγή του απ’ όπου πετιόταν το αίμα και κοκκίνιζε το πάλλευκο χιόνι.
- Μανούλα μου, ξανάπε, μανούλα μου δεν θα σε ξαναδώ.
Ο βόγκος του θύμιζε θεριό πληγωμένο. Αντιλάλησαν γύρω τα πλάγια κι οι ποταμιές. Ήταν τότε που ο ήρωας πέθαινε. Η μάνα του δε θα τον ξαναδεί. Οι συμπολεμιστές πρέπει να γυρίσουν στο πεδίο της μάχης. Κανείς δεν ξέρει. Λένε πως τον έθαψαν εκεί στο κάτασπρο χιόνι, που τον σκέπασε, όπως θα τον σκέπαζε το άσπρο σεντόνι της μάνας του. Έφυγε ο ήρωας κι η μανούλα του πρόσμενε στο χωριό. Καρτερούσε μαντάτα απ’ το γιο της να μάθει.
Και ρωτούσε όποιον έβρισκε μην έμαθε τίποτε και για το Νάκο της, το δικό της το λεβέντη. Βρήκε και την Αποστολάκαινα.
- Μην έμαθες τίποτι, της είπε, για τα παιδιά;
- Ναι, μας έστειλε γράμμα το παιδί μ’ και λέει πως είναι όλοι καλά και πως συνέχεια νικάν τους Ιταλούς. Δε θ’ αργήσουν να ‘ρθουν.
- Μακάρ’ να τα καλοδεχτούμι.
Και το κακό το νέο σε λίγο έφτασε στο χωριό και πλανιόταν σ’ όλο τον ορίζοντα. Το ήξεραν όλοι, μόνο η μάνα δεν τ’ άκουσε. Ρωτούσε καιρούς ακόμα και καρτερούσε το γιο της.
Μέχρι που τ’ άκουσε μια μέρα κι έπεσε κάτω. Γύρισε ο ουρανός και γκρεμίστηκαν όλα γύρω της. Πέρασαν όλα της τα χρόνια με πίκρα για το χαμό του παιδιού της και πέθανε με τον καημό του Νάκου της, του ήρωα του αγνώστου, του εύζωνα που υπηρετούσε στον 3ο λόχο του 3ου τάγματος, του 40ου Συντάγματος, που ξεκίνησε από το Κομπότι και αφού έπεσε πολεμώντας ηρωικά, τον έθαψαν πάνω στα βουνά της Αλβανίας κάτω από το κάτασπρο χιόνι».
Το νεκρό σώμα του ΗΡΩΑ, Μπουραντά Ιωάννη, το πήραν οι συμπολεμιστές του και μαζί με τους κατοίκους του χωριού το έθαψαν στο προαύλιο της εκκλησίας, στο λόφο της Αγίας Παρασκευής Βοδίνου, δίπλα – δίπλα με τ’ άλλα δύο παλικάρια που φονεύθηκαν εκεί.
Ο πόλεμος τελείωσε και τα χρόνια περνούσαν. Η Αλβανία ελευθερώθηκε από τους Ιταλούς, αλλά σκλαβώθηκε από ένα άλλο καθεστώς, πιο απάνθρωπο και πιο σκληρό. Διωγμοί, διώξεις, φυλακίσεις και βασανιστήρια περίμεναν όποιον θα τολμούσε να κάνει το σταυρό του ή να μπει μέσα σε εκκλησία, αλλά και εσχάτη προδοσία αν το βλέμμα του γύριζε και κοίταζε προς τη μεριά της Ελλάδας.
Όμως οι ηρωικοί κάτοικοι του χωριού Βοδίνο, διακινδύνευαν ακόμα και την ίδια τους τη ζωή, για να «ρίξουν» τρισάγιο στον τάφο των τριών παλικαριών. Ο παπά-Δημήτρης, κρυφά μες στο σκοτάδι έψελνε πάνω στον τάφο τους και οι γυναίκες του χωριού που αντικατέστησαν τις μανάδες τους, χρόνια ολάκερα άναβαν το καντήλι και τα κεριά στον τάφο των παιδιών της Ελλάδας.
Η Ελευθερία Μποτέτσιου, στο διήγημά της «Ο ΝΑΚΟΣ, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΗΡΩΑΣ» έγραψε τα παρακάτω: «τον τάφο αυτό οι χωριανοί και ο δάσκαλος τον μετέτρεψαν σε μνημείο και κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου πήγαινε εκεί τα παιδιά και ψέλνανε τον Εθνικό Ύμνο καταθέτοντας στεφάνι. Όλα αυτά γινότανε κρυφά και με φόβο, γιατί τα χρόνια ήτανε δύσκολα για τους Βορειοηπειρώτες κι ο δάσκαλος έπαιζε κορώνα – γράμματα το κεφάλι του».
Το «μυστικό» που έκρυβαν εκεί ψηλά στο ύψωμα της Αγίας Παρασκευής δεν έπρεπε να το μάθει κανείς. Κι όταν άνοιξαν τα σύνορα και κάποιοι προσπάθησαν να μεταφέρουν τα οστά των τριών στρατιωτών στο κοιμητήριο πεσόντων στο χωριό Βουλιαράτι, οι κάτοικοι μπήκαν και πάλι μπροστά και δεν άφησαν να πάρουν «τα παιδιά τους». Ήθελαν να τα έχουν εκεί, μαζί τους, να τα προσέχουν, να τους κάνουν παρέα, μέχρι να «ξανασμίξουν» με τους δικούς τους ανθρώπους.
Όμως ένα μεγάλο παράπονο ξεχείλιζε κάθε τόσο από τα στόματα των απλοϊκών χωρικών, μη μπορώντας να καταλάβουν γιατί κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ για τα τρία παλικάρια. Παράπονο πικρό, έγραψε ο Βοδινιώτης Μιχάλης Λαχανάς στην εφημερίδα «ΤΟ ΚΟΜΠΟΤΙ» το έτος 1993: «αν έχουν γονιούς, αδέλφια, συγγενείς, συμπολεμιστές, ας στραφεί η μνήμη τους 53 χρόνια πίσω και ας θυμηθούν τα εικοσάχρονα παλικάρια. Εκείνα τους περιμένουν εκεί ψηλά στον ίσκιο της Αγίας Παρασκευής».
Και γονιούς είχαν και αδέλφια είχαν και παιδιά είχαν. Όμως ο φόβος, η ανοργανωσιά της Ελληνικής πολιτείας και το άγνωστο, δεν άφηναν πολλές ελπίδες για να υπάρξει μια λύση σχετικά με το άλυτο έως σήμερα πρόβλημα, δηλαδή την περισυλλογή και τον ενταφιασμό των χιλιάδων ελλήνων στρατιωτών που βρίσκονται στο αλβανικό έδαφος.
68 χρόνια αργότερα, το βράδυ της 16ης Απριλίου 2008, μια τυχαία συνάντηση στα γραφεία της αδελφότητας Κομποταίων, έγινε η αφορμή να μάθουμε κάτι περισσότερο για τους τρείς έλληνες ξεχασμένους στρατιώτες που βρίσκονταν θαμμένοι στο Βοδίνο, ψηλά στο λόφο της Αγίας Παρασκευής.
Ο Γιάννης Μπουραντάς, ανιψιός του στρατιώτη, από το Κομπότι Άρτας ξεκίνησε έναν αγώνα για να γίνει εκταφή και στη συνέχεια μνημείο στον τόπο που ήταν θαμμένοι οι στρατιώτες. Στις 28 Νοεμβρίου 2008 έγινε για πρώτη φορά τρισάγιο στον τάφο των ελλήνων στρατιωτών και για πρώτη φορά η κυρία Γεωργία Στάμου είδε τον τάφο του πατέρα της που δεν γνώρισε ποτέ. Στις 2 Ιουλίου 2009, έγινε εκταφή των οστών των τριών στρατιωτών, τα οποία φυλάχτηκαν σε οστεοφυλάκια και στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου έτους έγινε με μια συγκινητική τελετή η τοποθέτηση τους στο κοινό μνημείο πεσόντων. Ας γίνει κι αυτό το μνημείο, άλλος ένας τόπος μνήμης και θύμησης των αγώνων.

Το μνημείο στο χωριό Βοδίνο Αργυροκάστρου
Με μια συγκινητική τελετή την 28η Νοεμβρίου 2009, έγιναν στο χωριό Βοδίνο της Βορείου Ηπείρου τα αποκαλυπτήρια του μνημείου πεσόντων, τριών ελλήνων στρατιωτών του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων Άρτας, οι οποίοι φονεύθηκαν την 28η Νοεμβρίου 1940, σε ύψωμα του χωριού, από τα Ιταλικά στρατεύματα. 69 ολόκληρα χρόνια οι κάτοικοι του χωριού, φύλαξαν τα τρία παλικάρια, σαν δικά τους παιδιά, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους, από το καθεστώς της Αλβανίας.
Τα φύλαξαν στα σπλάχνα της ελληνικής γης, σιμά στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και όταν έφτασε ο καιρός τα παρέδωσαν στους συγγενείς τους.
To πρωί του Σαββάτου τελέστηκε ο Όρθρος και η Αρχιερατική Θεία Λειτουργία και αμέσως μετά εψάλλη επιμνημόσυνη δέηση χοροστατούντων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Άρτης κ. Ιγνατίου Δ΄ και Αργυροκάστρου κ. Δημητρίου προς τιμή των Ελλήνων στρατιωτών.
Ακολούθησαν ομιλίες από τον ανιψιό του στρατιώτη Γιάννη Μπουραντά με θέμα: «Χρονικό - Οδοιπορικό» και αφήγημα από την Κομποταία Φιλόλογο κυρία Ελευθερία Μποτέτσιου, το οποίο διάβασε ο αδερφός της Γεώργιος.
Υπό τους ήχους της φιλαρμονικής του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου Άρτας "Ο ΣΚΟΥΦΑΣ" , ακολούθησε η τοποθέτηση στο μνημείο των οστών των Ηρώων και λίγο από το χώμα των χωριών τους Άγναντα, Καταρράκτη και Κομπότι.
Την καταγραφή όλων των παραπάνω ανέλαβαν ο Κινηματογραφιστής Κώστας Γυφτοκώστας με τον Γαβριήλ Λεπενιώτη και φωτογραφίες ο Στέφανος Κολιός.
Το μνημείο αποτελεί τόπο ανάπαυσης για τους πεσόντες αγωνιστές του 1940, σημείο αναφοράς για τη μνήμη αυτών που έφυγαν, αλλά και για την παρακαταθήκη που μας κληροδότησαν.
Η συγκίνηση και τα συναισθήματα που νιώσαμε όσοι παρευρεθήκαμε στην τελετή δεν είναι εύκολο να περιγραφούν με λόγια.
Τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή και στη συνέχεια όλοι μαζί ψάλλαμε τον εθνικό ύμνο. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν και τα αποκαλυπτήρια της πλατείας της κοινότητας Βοδίνου που ονομάστηκε Πλατεία Ηρώων του 1940.
Ο αγώνας του Γιάννη Μπουραντά για να στηθεί το μνημείο στον τόπο που υπήρχε ο λιτός τάφος, ήταν πραγματικά μεγάλος. Για περίπου ένα ολόκληρο χρόνο προσπάθησε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες που βρέθηκαν στο δρόμο του για να τιμήσει τη μνήμη του αγαπημένου του θείου.
Συμπαραστάτες και αρωγούς στην προσπάθειά του είχε τον πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου Βοδίνου Δημήτριο Μαγκλάρα, τον ακούραστο Μιχάλη Κυρούση και όλους τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι βοήθησαν με όποιον τρόπο μπορούσαν ώστε να είναι όλα έτοιμα στα εγκαίνια του μνημείου.
Με την προσφορά τους και το αίμα, που έχυσαν οι Κομποταίοι στον πόλεμο του 1940-41, μπορούμε να πούμε, ότι συνέβαλαν κι αυτοί, κατά το δυνατόν, στον μεγαλειώδη θρίαμβο του συμμαχικού αγώνα, για τη λευτεριά της ανθρωπότητας.

Βιβλιογραφία
- 1. Λάμπρου Τατσιόπουλου: Το Κομπότι Άρτης, εκδ. 1971
- 2. Παπαρηγοπούλου Κ.: Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. 1955
- 3. Κόκκινου Δ.: " Προς τα σύνορα "
- 4. Εγκυκλοπαίδεια " Ήλιος "
- 5. Εγκυκλοπαίδεια " Των Νέων "
- 6. Μιχαήλ Περάνθη: " Το εικοσιένα ", εκδ. 1971
- 7. Νικολάου Παπακώστα, Γυμνασιάρχη: "Προσωπικές Σημειώσεις"
- 8. Aρχείο Απόστολου Μπρέντα
- 9. Αρχείο Ιωάννου Μπουραντά
- 10. Αρχείο Γεωργίου Μποτέτσιου